πώτημα
Look at other dictionaries:
πώτημα — ήματος, τὸ, Α [πωτῶμαι] πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πωτήμασι — πώτημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωτήμασιν — πώτημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)